- πολυγαμικός
- [полигамнкос] επ. полигамичный, многобрачный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πολυγαμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πολυγαμία: Πολυγαμικός θεσμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυγαμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυγαμία 2. φρ. «πολυγαμική οικογένεια» οικογένεια που αποτελείται από ένα κεντρικό πρόσωπο, άνδρα ή γυναίκα, από τις ή τους συζύγους του και από τα παιδιά τους. επίρρ... πολυγαμικά Ν κατά τρόπο… … Dictionary of Greek